- οικτρομέλαθρος
- οἰκτρομέλαθρος, -ον (Α)αυτός που έχει οικτρή κατοικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + μέλαθρον (πρβλ. ευ-μέλαθρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκτρομελάθρους — οἰκτρομέλαθρος pitifully housed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)